- επίκοτος
- ἐπίκοτος, -ον (Α)1. θυμωμένος, εχθρικός, εκδικητικός («στάσιν ἐπίκοτον», Πίνδ.)2. μισητός, απεχθής.επίρρ...ἐπικότωςμε οργή, θυμωμένα, εχθρικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κότος «οργή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίκοτος — wrathful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικότω — ἐπίκοτος wrathful masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπίκοτος wrathful masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικότως — ἐπίκοτος wrathful adverbial ἐπίκοτος wrathful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκοτον — ἐπίκοτος wrathful masc/fem acc sg ἐπίκοτος wrathful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικότοις — ἐπίκοτος wrathful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικότοισι — ἐπίκοτος wrathful masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικότους — ἐπίκοτος wrathful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκοτα — ἐπίκοτος wrathful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek